Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ – ΟΙ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑ
Στις 9 και 10 Μαρτίου 2013 συμμετείχα σε συνέδριο που έγινε στη Θεσσαλονίκη, με θέμα «Ποια Φυσική έχει νόημα να διδάσκονται τα παιδιά μας σήμερα;». Το συνέδριο διοργανώθηκε από την Ένωση Ελλήνων Φυσικών και το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Θετική εντύπωση μου προκάλεσαν οι παρουσιάσεις ορισμένων ομιλητών, που περιείχαν νύξεις για τη χρήση της τεχνολογίας κατά τη διδασκαλία της Φυσικής, γι’ αυτό και θεωρώ ορθό να μοιραστώ μαζί σας τις εμπειρίες μου.
Μια από τις παρουσιάσεις αφορούσε τη χρήση των εξ’ αποστάσεως πειραματικών ασκήσεων και του τρόπου που μπορούν αυτές να ενσωματωθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Συγκεκριμένα, ο ομιλητής αναφέρθηκε στην εκτέλεση ενός πραγματικού πειράματος υπολογισμού της σταθεράς του Planck, η οποία γίνεται εξ’ αποστάσεως από τους/τις φοιτητές/τριες, με χρήση διόδων εκπομπής φωτός. Αξιοσημείωτη ήταν η αναφορά του ομιλητή στο γεγονός ότι αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται σε πανεπιστήμια στο εξωτερικό, για φοιτητές/τριες με αναπηρία, όταν είναι αδύνατη η φυσική παρουσία τους στο εργαστήριο. Σε ερώτησή μου κατά πόσο υπήρχαν κάποιοι από τους συμμετέχοντες στην έρευνα που ήταν άτομα με αναπηρία, ο ομιλητής απάντησε ότι δεν υπήρχαν, αλλά σε επόμενο στάδιο η ερευνητική ομάδα σκοπεύει να συγκλίνει σε κάτι τέτοιο. Παρόλα αυτά, οι ερωτήσεις άλλων συνέδρων κινήθηκαν γύρω από το «τι ακριβώς κερδίζουμε με αυτή τη μέθοδο, αφού είναι καλύτερο το πείραμα να γίνεται στο εργαστήριο, με τη φυσική παρουσία των φοιτητών/τριων;». Σε παρέμβασή μου, είπα «τι γίνεται όταν είναι αδύνατη η φυσική παρουσία του/της φοιτητή/τριας στο εργαστήριο;», όμως το σχόλιό μου προσπεράστηκε χωρίς να σχολιαστεί, με αρκετούς εκ των συνέδρων να αναρωτιούνται για τη χρησιμότητα αυτής της μεθόδου διδασκαλίας.
Σε άλλη παρουσίαση, η ομιλήτρια αναφέρθηκε στη χρήση σύγχρονων και ασύγχρονων μεθόδων επικοινωνίας μεταξύ μαθητών και ερευνητών, με χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, κατά τη δημιουργία ενός project εξ’ αποστάσεως, στο μάθημα των Φυσικών Επιστημών. Μια εκ των συνέδρων μοιράστηκε τον προβληματισμό κατά πόσο αυτές οι μέθοδοι επικοινωνίας αντικαθιστούν τον εκπαιδευτικό, άρα πρέπει να αποφευχθούν. Θετική εντύπωση μου προκάλεσε η απάντηση της ομιλήτριας, δηλαδή ότι η τεχνολογία σε κάθε περίπτωση πρέπει να χρησιμοποιείται εφόσον υπάρξει ανάγκη, ως μέσο ώστε να ενισχυθεί η μάθηση, και όχι για να αντικαταστήσει οποιονδήποτε.
Σε μια τρίτη παρουσίαση, η οποία και αφορούσε τη μελέτη (ανάπτυξη project) της βιοκλιματικής αλλαγής με τη βοήθεια της Τεχνολογίας (προγραμμάτων όπως Scratch, PowerPoint, Windows Movie Maker, wikis, Cosy Comic Strip Creator, blogs) η ομιλήτρια αναφέρθηκε στο γεγονός ότι σκοπός της διδασκαλίας δεν είναι να μάθουν να χρησιμοποιούν τα προγράμματα καθαυτά, αλλά να μάθουν και να δημιουργήσουν υλικό για τη βιοκλιματική αλλαγή, με παράλληλο κέρδος την εκμάθηση του τρόπου λειτουργίας τέτοιων προγραμμάτων.
Πρέπει βέβαια να αναφερθεί ότι στο ελληνικό εκπαιδευτικό πλαίσιο υπάρχει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το μάθημα Project, το οποίο μάλιστα μπορεί να γίνει διαθεματικά, γεγονός που από μόνο του μπορεί να υποβοηθήσει τη χρήση της Τεχνολογίας (π.χ. σε μια από τις έρευνες συνεργάστηκε εκπαιδευτικός της Πληροφορικής με εκπαιδευτικό που ήταν αρχιτέκτονας). Αναφερόμενος στη χρήση του εργαστηρίου Πληροφορικής στο σχολείο κατά το μάθημα του Project, ένας ακαδημαϊκός τόνισε ότι το εργαστήριο πρέπει επιτέλους να χρησιμοποιείται με τη σωστή του ονομασία: «Εργαστήριο Πληροφορικής και εφαρμογών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών», ώστε να προάγεται η χρήση της Τεχνολογίας ως μέσο και όχι ως ξεχωριστό μάθημα. Τέλος, ο ίδιος ομιλητής αναφέρθηκε στη σημασία της χρήσης τεχνολογικών μέσων που είναι γνωστά στους/στις μαθητές/τριες (π.χ. Smartphones) ως μέσο κινητοποίησης τους κατά τη μαθησιακή διαδικασία. Διερωτήθηκε μάλιστα: «Γιατί, ενώ απαιτούμε ο κάθε μαθητής να φέρνει στο σχολείο το δικό του μολύβι και το δικό του στυλό, μας ξενίζει η προοπτική του να φέρνουν στο σχολείο ο καθένας τον δικό του υπολογιστή ή άλλα δικά του τεχνολογικά μέσα, τα οποία βεβαίως και θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη μαθησιακή διαδικασία;».
Και κάτι τελευταίο για τη δική μου παρουσίαση στο συνέδριο, η οποία είχε θέμα την αναπαράσταση της αναπηρίας/διαφορετικότητας σε σχολικά εγχειρίδια Φυσικής, μέσω μιας συγκριτικής κριτικής ανάλυσης (δεν είχε άμεση σχέση με τη χρήση της Τεχνολογίας). Αν και με ενθουσίασε το γεγονός ότι υπήρξε θετική ανταπόκριση, ερωτήσεις και σχόλια από τους συνέδρους, με λύπησε το γεγονός ότι άκουσα πολλάκις το σχόλιο «πρώτη φορά είδα Φυσικό να ασχολείται με αυτά τα πράγματα!». Με προβλημάτισε επίσης το σχόλιο ενός από τους κύριους διοργανωτές του συνεδρίου, ότι επέλεξε να βάλει την παρουσίαση μου σε παράλληλη συνεδρία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, παρόλο μου ανήκω στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, επειδή «οι δάσκαλοι είναι πιο δεκτικοί σε τέτοια ζητήματα», κάτι που διαπίστωσα και εγώ σε αρκετές περιπτώσεις, αν και όχι σε όλες.
Οι εμπειρίες μου από το συνέδριο με οδήγησαν στα ακόλουθα συμπεράσματα/προβληματισμούς:
- Αν και είναι βέβαιο ότι η μελέτη εκπαιδευτικών ζητημάτων πρέπει σε κάθε περίπτωση να συγκλίνει στο εκάστοτε εκπαιδευτικό πλαίσιο, θεωρώ ότι έχουμε να κερδίσουμε πολλά από τη μελέτη όσων γίνονται στο ελληνικό εκπαιδευτικό πλαίσιο και την ανάπτυξη ενός γόνιμου διαλόγου ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς των δύο χωρών.
- Το γεγονός ότι σε σχέση με τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας φαίνονται πιο δεκτικοί σε θέματα ισότητας, πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαίτερα. Πρέπει να ερευνηθούν οι λόγοι για τους οποίους δημιουργείται αυτό το χάσμα, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι μαθητές/τριες βιώνουν μια δημοκρατική εκπαίδευση καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής τους ζωής. Για παράδειγμα, λέχθηκε κατά τις διεργασίες του συνεδρίου, από φοιτητή του Τμήματος Φυσικής, ότι νιώθει ανέτοιμος να μπει σε τάξη να διδάξει, αφού σε όλη τη διάρκεια των σπουδών του δεν έκανε κανένα μάθημα διδακτικής της Φυσικής. Διερωτήθηκε μάλιστα κατά πόσο ο τίτλος του συνεδρίου δεν θα έπρεπε να είναι «Ποια Φυσική έχει νόημα να διδάσκονται τα παιδιά μας σήμερα;», αλλά «Ποιοι Φυσικοί έχει νόημα να διδάσκουν τα παιδιά μας σήμερα;». Βλέποντας το ποτήρι μισογεμάτο, θα έλεγα ότι η κριτική στάση του φοιτητή μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος.
- Το να θεωρούμε παράξενο οι Φυσικοί να ασχολούνται με θέματα ισότητας στην εκπαίδευση, οφείλει να μας προβληματίσει, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί εμπόδιο τόσο στην ουσιαστική χρήση της Υ.Τ. ειδικότερα, όσο και στην προσπάθεια ανάπτυξης ενός δημοκρατικού και ανθρώπινου σχολείου γενικότερα. Ο Πρόεδρος των Νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων, κ. Τσιάκαλος, σε μια εξαιρετική ομιλία κατά την αποτίμηση του συνεδρίου, στην οποία μίλησε για τον κριτικό γραμματισμό και αναφέρθηκε στον Paulo Freire, τόνισε το γεγονός ότι μόνο μέσα από την ισότητα μπορεί να υπάρξει αριστεία και δημοκρατία στην εκπαίδευση. Κατά τον Solomon (στον Levinson, 2006, σελ. 1219) οι Φυσικοί πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε, τουλάχιστον όσοι/ες από εμάς επέλεξαν να εργαστούν ως εκπαιδευτικοί, ότι στόχος μας οφείλει να είναι “to show young people a science which is lighter on logic and abstraction, stronger on involvement and active evaluation, and intimately woven into the aspirations and concerns of citizens”.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Levinson, R. (2006) Towards a Theoretical Framework for Teaching Controversial Socio-scientific Issues. International Journal of Science Education, 28(10), pp. 1201-1224.
Υ.Γ. Κατά τη διάρκεια ενός από τα διαλείμματα του συνεδρίου, το Σάββατο 9/03/2013, έγινα μάρτυρας ενός γεγονότος που με χαροποίησε ιδιαίτερα (κάτι παρόμοιο έζησε και ο Μαρίνος σε πρόσφατο ταξίδι του στην Ελλάδα). Ένας κύριος τσακώθηκε με έντονο τρόπο με συνέδρους που ήθελαν να σταθμεύσουν σε χώρο στάθμευσης αναπήρων. Θεώρησα πολύ θετική τη στάση του και του έδωσα συγχαρητήρια, αν και το πραγματικά θετικό θα ήταν να μην υπάρχει καν «φύλακας», δηλαδή από μόνοι τους οι οδηγοί να σέβονται το αυτονόητο, ότι ο χώρος στάθμευσης αναπήρων προορίζεται για ανάπηρα άτομα.